- καρτερός
- καρτερόςstrongmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
καρτερά — καρτερός strong neut nom/voc/acc pl καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc/acc dual καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτερον — καρτερός strong adverbial comp καρτερός strong masc acc comp sg καρτερός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερωτάτων — καρτερός strong fem gen superl pl καρτερός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόν — καρτερός strong masc acc sg καρτερός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτατα — καρτερός strong adverbial superl καρτερός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτατον — καρτερός strong masc acc superl sg καρτερός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεραῖς — καρτερός strong fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεραί — καρτερός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτεροί — καρτερός strong masc nom/voc pl καρτερόω strengthen pres subj mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres ind mp 2nd sg καρτερόω strengthen pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)